Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

η καλή συμπεριφορά

  • 1 συμπεριφορά

    η манера; обхождение, обращение; поведение;

    ο τρόπος συμπεριφορας — манера держать себя;

    καλή (κακή) συμπεριφορά — вежливое (дурное) обращение;

    άνθρωπος καλής συμπεριφορας — вежливый человек;

    η προς τα τέκνα συμπεριφορά — обращение с детьми;

    δεν έχει (καλή) συμπεριφορά — он не умеет вести себя, он ведёт себя недостойно

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > συμπεριφορά

  • 2 görgü

    καλή συμπεριφορά, κοινωνικότητα

    Türkçe-Yunanca Sözlük > görgü

  • 3 отношение

    отношение с 1) η στάση, η συμπεριφορά* хорошее \отношение η καλή συμπεριφορά· небрежное \отношение η αμέλεια, η αδιαφορία* бережное η μέριμνα 2) (взаимная связь) η σχέση 3)мн.: \отношениея οι σχέσεις· дипломатические \отношениея οι διπλωματικές σχέσεις ◇ в \отношениеи кого-л. σχετικά με κάποιον во всех \отношениеях απ' όλες τις πλευρές, από πολλές απόψεις
    * * *
    с
    1) η στάση, η συμπεριφορά

    хоро́шее отноше́ние — η καλή συμπεριφορά

    небре́жное отноше́ние — η αμέλεια, η αδιαφορία

    бе́режное отноше́ние — η μέριμνα

    2) ( взаимная связь) η σχέση
    3) мн.

    отноше́ния — мн. οι σχέσεις

    дипломати́ческие отноше́ния — οι διπλωματικές σχέσεις

    ••

    в отноше́нии кого́-л. — σχετικά με κάποιον

    во всех отноше́ниях — απ'όλες τις πλευρές, από πολλές απόψεις

    Русско-греческий словарь > отношение

  • 4 обращение

    обращени||е
    с
    1. (превращение) ἡ με-ταμόρφωση [-ις], ἡ μεταβολή·
    2. (оборот, круговорот) ἡ κυκλοφορία:
    товарное \обращение ἡ ἐμπορευματική κυκλοφορία· денежное \обращение ἡ νομισματική κυκλοφορία· \обращение планет астр. ἡ περιστροφή τών πλανητών пускать в \обращение что-л. βάζω σέ κυκλοφορία, κυκλοφορώ· изъять из \обращениея ἀποσύρω ἀπό τήν κυκλοφορία·
    3. (обхождение с кем-либо) τό φέρσιμο, ἡ συμπεριφορά, ἡ μεταχείριση:
    дурное \обращение ἡ κακομεταχείριση, ἡ κακή συμπεριφορά· вежливое \обращение ἡ καλή συμπεριφορά, ἡ εὐγένεια·
    4. (умение пользоваться, применять) ὁ χειρισμός, ἡ χρήσις·
    5. (призыв) τό διάγγελμα:
    \обращение к избирателям τό διάγγελμα προς τους ἐκλογείς· \обращение к народу τό διάγγελμα προς τό λαό· опубликовать \обращение δημοσιεύω διάγγελμα·
    6. грам. ἡ προσφώνησις· ◊ \обращение в веру ὁ προσηλυτισμός· \обращение в рабство ἡ ὑποδούλωση, ὁ ἐξανδραποδισμός.

    Русско-новогреческий словарь > обращение

  • 5 manner

    ['mænə]
    1) (a way in which anything is done etc: She greeted me in a friendly manner.) τρόπος
    2) (the way in which a person behaves, speaks etc: I don't like her manner.) συμπεριφορά,φέρσιμο
    3) ((in plural) (polite) behaviour, usually towards others: Why doesn't she teach her children (good) manners?) (καλή)συμπεριφορά
    - mannerism
    - all manner of
    - in a manner of speaking

    English-Greek dictionary > manner

  • 6 обращение

    ουδ.
    1. στροφή, γύρισμα• κατεύθυνση.
    2. μεταβολή, μετατροπή•

    обращение дробей в десятичные μετατροπή κλασμάτων σε δεκαδικούς.

    || μεταποίηση• αλλαγή.
    3. κυκλοφορία (εμπορευμάτων, αίματος κ.τ.τ.)• пустить в -θέτω σε κυκλοφορία•

    изъять из -я βγάζω από την κυκλοφορία.

    4. αφοσίωση, επίδοση•

    обращение к науке αφοσίωση στην επιστήμη.

    5. αλλαξοπιστία•

    обращение в христианство εκχριστιανισμός.

    6. τροπή•

    обращение в бегство τροπή σε φυγή, κατατρόπωση.

    7. χρησιμοποίηση (προς όφελος).
    8. συμπεριφορά, φέρσιμο μεταχείριση•

    хорошее καλή συμπεριφορά•

    жестокое обращение κακομεταχείριση.

    9. έκκληση, πρόσκληση επίκληση•

    обращение со-вта мира έκκληση του Συμβουλίου ειρήνης.

    10. (γραμμ.) κλήση, προσφώνηση (σε κλητική πτώση).

    Большой русско-греческий словарь > обращение

  • 7 отношение

    ουδ.
    1. συμπεριφορά, φέρσιμο, διαγωγή•

    хорошее отношение к детям καλή συμπεριφορά προς τα παιδιά.

    || στάση σχέση•

    б-режное отношение к социалистической собственности μέριμνα (φροντίδα) για τη σοσιαλιστική περιουσία (ιδιοκτησία)•

    небрежное отношение αμερημνη-σία, αμέλεια, αδιαφορία.

    || άποψη, έννοια, αντίληψη• θέση στάση.
    2. (πλ θ.) -я σχέσεις, δεσμοί•

    семейные -я οικογενειακές σχέσεις•

    дружеские -я φιλικές σχέσεις•

    производственные -я παραγωγικές σχέσεις•

    в -и σχετικά, ως προς•

    общественные -я κοινωνικές σχέσεις•

    в каких вы с ним -ях? σε τι σχέσεις βρίσκεστε μ αυτόν; τι σχέσεις έχετε μαυτόν;

    γνωριμία (με επαγγέλματα, ειδικότητα κ.τ.τ.).
    3. αλληλοσύνδεση•

    отношение мышления к бытию η σχέση της σκέψης προς την αντικειμενικότητα (προς το είναι).

    4. έκθεση, αναφορά.
    5. (μαθ.) λόγος, αναλογία ποσού•

    в прямом -ии ευθέως ανάλογα•

    в обратном -ии αντιστρόφως ανάλογα.

    εκφρ.
    по -ию – αναφορικά, σχετικά, όσον αφορά, ως προς•
    в некотором -ии – κάπως, από μια άποψη, από μια πλευρά, εν μέρει•
    во всех -ях – σε όλα, από όλες τις απόψεις•
    в -ииβλ. παραπάνω•
    по -иго во многих -ях – από πολλές απόψεις•
    ни в каком -и – καθόλου, με κανένα τρόπο,.

    Большой русско-греческий словарь > отношение

  • 8 обхождение

    обхождение
    с ἡ συμ-ερΐφορα( οἱ τρό. ποι:
    вежливое \обхождение ἡ εί?ενη ἡ καλή συμπεριφορά· грубое \обхождение ἡ ὁλότητα, ἡ χοντροκοπιά, ἡ κακή <щКЪощора.

    Русско-новогреческий словарь > обхождение

  • 9 propriety

    (correctness of behaviour; decency; rightness.) ευπρέπεια,καλή συμπεριφορά

    English-Greek dictionary > propriety

См. также в других словарях:

  • καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… …   Dictionary of Greek

  • ευγενής — ές (ΑΜ εὐγενής, ές, Α εὐηγενής, ὲς και ἠϋγενής, ές) 1. αυτός που κατάγεται από καλή, αρχοντική γενιά 2. (για ζώα) αυτός που προέρχεται από καλή ράτσα («εὐγενὴς λέων», Αισχύλ.) 3. (για φυτά) εκλεκτής ποιότητας («εὐγενεῑς κλάδοι», Αιλ.) 4. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • πρέπω — ΝΜΑ 1. (κυρίως στο γ εν. και πληθ. πρόσ. με δοτ. προσ. η οποία στα νεοελλ. έγινε γεν. προσ. αντων.) αρμόζω, ταιριάζω, είμαι κατάλληλος για κάποιον ή κάτι (α. «τι έχω γυναίκα όμορφη και δεν τής πρέπουν μαύρα», δημ. τραγούδι β. «και περισσότερη… …   Dictionary of Greek

  • εύκοσμος — η, ο (ΑΜ εὔκοσμος, ον) 1. αυτός που έχει κοσμιότητα στους τρόπους του, αυτός που έχει καλή συμπεριφορά, πειθαρχημένος, φρόνιμος, σεμνός 2. αυτός που γίνεται με ευπρέπεια, με σεμνότητα, με κοσμιότητα (α. «εύκοσμη συμπεριφορά» β. «οὐκ εὔκοσμον… …   Dictionary of Greek

  • καλομαθαίνω — (Μ καλομαθαίνω) συνηθίζω στην άνεση, στην ευμάρεια νεοελλ. 1. (μτβ.) διδάσκοντας μαθαίνω κάτι σε κάποιον καλά, διδάσκω κάποιον ορθά 2. (αμτβ.) μαθαίνω εύκολα, κατανοώ πλήρως, μαθαίνω κάτι επαρκώς, καλοκαταλαβαίνω («τα μαθηματικά τά καλομαθαίνει») …   Dictionary of Greek

  • κόσμος — I Τίτλος διαφόρων εφημερίδων και περιοδικών. 1. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα από τον Κ. Σταθόπουλο το 1861. 2. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τους Μ. Καλλέργη και Ι. Τανταλίδη το 1882. 3. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα… …   Dictionary of Greek

  • καλομεταχείριση — η καλή μεταχείριση, καλή συμπεριφορά: Όταν οιυπάλληλοι έχουν καλομεταχείριση εργάζονται περισσότερο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγανοφροσύνη — ἀγανοφροσύνη, η (Α) [ἀγανόφρων] καλή συμπεριφορά, ηπιότητα, γλυκύτητα, ευγένεια …   Dictionary of Greek

  • αδιάγωγος — ἀδιάγωγος, ον (Α) [διαγωγή] που δεν έχει καλή συμπεριφορά, με τον οποίο δεν μπορεί να ζήσει κανείς …   Dictionary of Greek

  • διάξη — η (Μ διάξις) [διάζω] 1. πράξη, έργο 2. τρόπος ζωής 3. καλή συμπεριφορά …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»